ψεύδομαι

ψεύδομαι
ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α
1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ.
β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ.
γ. «οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ», Πίνδ.)
2. (για λογικά επιχειρήματα ή συλλογισμούς) είμαι ψευδής
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) εξαπατώ κάποιον λέγοντας ψέματα (α. «εἴπερ μὴ θεοὶ ψεύσουσί με», Σοφ.
β. «ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην, Αισχύλ.)
2. (το ενεργ.) ψεύδω
α) (με αιτ. και γεν.) διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κάποιου, τόν απογοητεύω (α. «ἔψευσας φρενῶν Πέρσας», Αισχύλ.
β. «ἔψευσάς με ἐλπίδος», Αριστοφ.)
β) (με αιτ. πράγμ.) παρουσιάζω κάτι ως ψευδές («ψεύδοντες οὐδὲν σῆμα τῶν προκειμένων», Σοφ.)
3. (το μέσ.) ψεύδομαι
α) (με απρμφ.) προσποιούμαι ή προφασίζομαι ότι...
β) είμαι επίορκος ή ψευδομάρτυς
γ) παραβαίνω ή αθετώ («ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι», Ομ. Ιλ.)
δ) (για πληροφορία ή ισχυρισμό) είμαι ψευδής ή παραπλανητικός («ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται», Ηρόδ.)
4. (το παθ.) απατώμαι σχετικά με κάτι ή διαψεύδομαι ως προς κάτι (α. «ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως», Θουκ.
β. «ψεύδομαι τῶν σκοπῶν», Θουκ.)
5. φρ. α) «ψεύδομαι περί τινος» — λέω ψέματα για κάποιο θέμα (Πλάτ.)
β) «ψεύδομαι κατά τινος» — λέω ψέματα εις βάρος κάποιου (Λυσ.)
γ) «ψεύδομαι πρός τινα» — λέω ψέματα σε κάποιον (Ξεν.)
δ) «ἡ ψευσθεῑσα ὑπόσχεσις
υπόσχεση που δεν τηρήθηκε (Θουκ.)
ε) «ὁ ψευδόμενος (λόγος)» — περίφημο σόφισμα, που επινοήθηκε από τον Ευβουλίδη, μαθητή τού Ευκλείδου τού Μεγαρέως, και σύμφωνα με το οποίο εκείνος που ομολογεί ότι ψεύδεται λέει και αλήθεια και ψέματα (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψεύδω, -ομαι, όπως και το σιγμόληκτο ουδ. ψεῦδος, ανάγονται, κατά την επικρατέστερη άποψη, σε ρίζα *pse-u-d- < *pe-u-dh < *bhe-u-dh-, παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *bhes- / *bhseu- «φυσώ, φουσκώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhastrā- «φυσητήρας»). Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί η χρήση ρίζας με σημ. «φυσώ, φουσκώνω», προκειμένου να δηλωθεί η έννοια τού ψέματος, τής απάτης. Ο συγκερασμός τών δύο εννοιών πρέπει να βασίζεται —αν γίνει δεκτή η άποψη— σε μεταφορική χρήση τής αρχικής σημ. τής ρίζας: «φυσώ» > «βγάζω ήχους χωρίς νόημα, σφυρίζω» > «εξαπατώ» (πρβλ. την ομηρ. φρ. ἀνεμώλια βάζειν «το να φλυαρεί κανείς μάταια, να μιλάει στον αέρα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψεύδομαι — βλ. πίν. 129 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψεύδομαι — ψεύστηκα, ψευσμένος, λέω ψέματα, ψευδολογώ: Ψεύδεται ασύστολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύδομαι — ψεύδω cheat by lies pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμψεύδομαι — ΝΑ [ψεύδομαι] (για φιλοσ. κρίσεις) είμαι επίσης ψευδής αρχ. ψεύδομαι μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek

  • ψύθω — Α ψεύδομαι, λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* και εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • άψευτος — η, ο (Α ἄψευστος, ον) [ψεύδομαι] αληθινός μσν. επίρρ. ἀψεύστως αληθινά, πραγματικά …   Dictionary of Greek

  • αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”